Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΩΣΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ


Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε' δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η κυρία Τζοβάννα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο. Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, διότι εκεί στην μπροστινή σειρά, βυθισμένο στο κάθισμά του ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μάνος Μανούσας.




Η κυρία Τζοβάννα είχε παρακολουθήσει τον Μάνο την προηγούμενη χρονιά και είχε προσέξει ότι ο Μάνος δεν έπαιζε καλά με τα άλλα παιδιά.
Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Πάντα φαινόταν ότι χρειαζόταν μπάνιο. Και ο Μάνος μπορούσε να είναι πολύ δυσάρεστος.
Στο σχολείο που δούλευε η κυρία Τζοβάννα έπρεπε να επιθεωρήσει του κάθε μαθητού το ιστορικό.
Άφησε του Μάνου το ιστορικό να το διαβάσει τελευταίο. Όταν όμως διάβασε το ιστορικό που έγραφαν οι προηγούμενες δασκάλες έμεινε...
έκπληκτη!
Η δασκάλα της Α' δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι ένα φωτεινό παιδί με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους. είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
 Η δασκάλα της Β' δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι άριστος μαθητής.
Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
 Η δασκάλα της Γ' δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του ήταν πολύ σκληρός και οδυνηρός για αυτόν. Προσπαθεί να κάνει καλά τις εργασίες του, αλλά ο πατέρας του δε δείχνει πολύ ενδιαφέρον. Η ζωή του σπιτιού σύντομα θα τον επηρεάσει εάν δε παρθούν ορισμένα μέτρα».
 Η δασκάλα της Δ' δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος έχει αποσυρθεί και δεν δείχνει ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη».
 Διαβάζοντας όλα αυτά η κυρία Τζοβάννα κατάλαβε το πρόβλημα και ντράπηκε πολύ για τον εαυτό της. Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν οι μαθητές της, της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, εκτός από του Μάνου. Το δώρο του ήταν άγαρμπα διπλωμένο σε μια καφετιά χοντρή σακούλα του μανάβη. Η κυρία Τζοβάννα δυσκολεύτηκε να το ανοίξει εν μέσω των άλλων δώρων.
Μερικά παιδιά άρχισαν να γελάνε όταν έβγαλε από τη σακούλα ένα βραχιόλι που λείπανε μερικές από τις ψεύτικες αδαμάντινες χάντρες και ένα μπουκάλι ένα τέταρτο γεμάτο άρωμα.
Αλλά έπνιξε τα γέλια των μαθητών καθώς είπε θαυμαστικά πόσο όμορφο ήταν το βραχιόλι φορώντας το στο χέρι της και βάζοντας μερικές σταγόνες στον καρπό του χεριού της.
Ο Μάνος έμεινε λίγο παραπάνω στο σχολείο στο σχόλασμα για να πει «κυρία Τζοβάννα σήμερα μυρίζατε όπως ακριβώς μύριζε η μαμά μου».
Όταν έφυγαν τα παιδιά έκλαιγε για περίπου μισή ώρα. Από εκείνη την ημέρα η κυρία σταμάτησε να διδάσκει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική.
Έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο Μάνο. Καθώς δούλευε μαζί του το μυαλό του ζωντάνευε. Όσο πιο πολύ τον ενθάρρυνε τόσο πιο γρήγορα ανταποκρινόταν.
Έως το τέλος του χρόνου ο Μάνος είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης του, και παρόλο το ψέμα ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο η κυρία Τζοβάννα ευνοούσε τον Μάνο ιδιαίτερα.Μετά από ένα χρόνο βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα της. Ήταν από τον Μάνο. Της έλεγε ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Πέρασαν έξι χρόνια πριν πάρει άλλο σημείωμα από τον Μάνο. Της έγραφε ότι τελείωσε το Λύκειο και ήταν τρίτος στην τάξη του, και ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Μετά τέσσερα χρόνια πήρε άλλο ένα σημείωμα που της έλεγε ότι παρόλο που τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα κατάφερε να επιμείνει και να συνεχίσει τις σπουδές του, και ότι σύντομα θα αποφοιτούσε από το πανεπιστήμιο με τις μεγαλύτερες διακρίσεις.
Την διαβεβαίωνε ότι αυτή ήταν η πιο αγαπητή δασκάλα που είχε σε όλη του την ζωή.Πέρασαν ακόμη τέσσερα χρόνια και έφτασε ακόμα άλλο ένα γράμμα.
Αυτή τη φορά εξηγούσε ότι αφού πήρε το δίπλωμά του αποφάσισε να προχωρήσει πιο πολύ και να κάνει διδακτορικό. Στο γράμμα εξηγούσε ότι αυτή παρέμεινε η πιο καλή και αγαπητή δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Μα τώρα το όνομά του ήταν πιο μακρύ Dr. Εμμανουήλ Σ. Μανούσος.
 Η ιστορία δεν τελείωνε εκεί. Υπήρξε ακόμη ένα γράμμα εκείνη την άνοιξη. Ο Μάνος της ανακοίνωνε ότι είχε γνωρίσει μια υπέροχη κοπέλα την οποία θα παντρευόταν.Της εξηγούσε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια και αναρωτιόταν αν θα συμφωνούσε να παραβρεθεί στο γάμο και να καθόταν στη θέση της μητέρας του γαμπρού.
Βεβαίως η κυρία Τζοβάννα δέχτηκε. Μαντέψτε! Στο γάμο φορούσε εκείνο το βραχιόλι που της είχε δωρίσει κάποια Χριστούγεννα - χρόνια πίσω. Ναι, εκείνο το βραχιόλι που έλειπαν οι αδαμάντινες πέτρες.
Και βεβαιώθηκε ότι φορούσε το ίδιο άρωμα που θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του Μάνου στα τελευταία τους Χριστούγεννα μαζί.
Όταν συναντήθηκαν αγκαλιάστηκαν με στοργή. Ο κύριος Μανούσος ψιθύρισε στο αυτί της κυρίας Τζοβάννας «Σας ευχαριστώ κυρία Τζοβάννα που πιστεύατε σε μένα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με κάνατε να νιώθω σπουδαίος και μου δείξατε πως εγώ μπορούσα να διαφέρω».
 Η κυρία Τζοβάννα με δάκρυα στα μάτια ψιθύρισε: «Μάνο μου λάθος κατάλαβες.
Εσύ ήσουν που δίδαξες σε εμένα πώς να διαφέρω. Δεν ήξερα πώς να διδάσκω μέχρι που σε γνώρισα».
 Σε παρακαλώ να θυμάσαι πως ό,τι κι αν κάνεις, όπου κι αν πας θα έχεις την ευκαιρία να αγγίξεις ή και να αλλάξεις τη σκοπιά, την άποψη ενός ανθρώπου. Και όταν το κάνεις σε παρακαλώ προσπάθησε να την κάνεις θετική.

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Παιδιά μου...Να έχετε την φιλοδοξίαν να αλλάξετε τον κόσμο


Παιδιά μου...Να έχετε την φιλοδοξίαν να αλλάξετε τον κόσμο
«…αλλά αυτός ο κόσμος παιδιά μου,
στον οποίο θα ζήσετε κι εσείς και έχετε ήδη αρχίσει να ζείτε και να τον γεύεστε
δεν είναι αγγελικά πλασμένος.
Είναι ένας κόσμος με πολλές κακίες,
είναι ένας κόσμος με πολλές αδικίες,
είναι ένας κόσμος που θέλει να εκμεταλλευτεί τον αδύνατο και τον ασθενή,
είναι ένας κόσμος όμως τον οποίο πρέπει ν’ αλλάξουμε .
Να έχετε την φιλοδοξίαν να αλλάξετε τον κόσμο.
Αλλά προσέξτε, θα σας δώσω μια συμβουλή.
Όσοι έγιναν εις το διάβα της ιστορίας επαναστάτες για να αλλάξουν τον κόσμο,
γιατί όλες οι επαναστάσεις έγιναν κάτω από αυτήν την σημαία,
να αλλάξουμε τον κόσμο.
Η διαφορά μ’ εμάς είναι, ότι αυτοί θέλησαν να αλλάξουν τον κόσμο,
με το να αλλάξουν όλοι οι άλλοι!
Εμείς λέμε θα αλλάξουμε πρώτα εμείς.
Εάν δεν είσαστε διατεθειμένοι να αλλάξετε πρώτα εσείς τον εαυτό σας,
να γίνετε πιο έντιμοι,
πιο ειλικρινείς, πιο αληθινοί,
πιο γνήσιοι, πιο ηθικοί.
Αν δεν το κάνετε αυτό δε θα αλλάξει τίποτε στο κόσμο.
Θα μπείτε κι εσείς μέσα, στο κόσμο αυτό,
κι ύστερα από λίγο θα τον έχετε συνηθίσει…»
Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος

ΤΟ ΑΛΛΟ ΤΗΣ ΜΑΤΙ...



Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι...Ντρεπόταν γι' αυτήν κι ώρες ώρες την μισούσε.
Η δουλειά τnς ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τούς φοιτητές και τούς καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τούς... .

Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας με... ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα, κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τούς προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα...

Μα από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα τnς μητέρας του. Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γειά. Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένoς. «Πώς μπόρεσε να του το κάνει αυτό»;... αναρωτιόταν... Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!.. Ήθελε να πεθάνει. Ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!». Αυτή δεν του απάντησε... «Δεν μ' ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε αργότερα σ' ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές... και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει... δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;...».

Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του! Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιoς της ζήτησε, η μητέρα του πήγε να τον επισκεφθεί. Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Mόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει. Τότε της φώναξε: «πώς τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!». Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους...

Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μιαεπιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε...

Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι πού μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια... Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει γι' αυτόν:

«Αγαπημένε μου γιε, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν, αν δεν με προφτάσεις.

Στεναχωριέμαι πού σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα, όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις... όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη πού ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι.,. Έχεις πάντα όλη την αγάπη μου.

Η μητέρα σου»

« Όσιος Νικάνωρ»

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. Ένα συγκλονιστικό γεγονός που συνέβη στην Τουρκοκρατούμενη Κύπρο το 1974





(Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ηπειρωτικόν Μέλλον (Ιούλιος 1999)


Ήταν το καλοκαίρι του 1974.
Τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κύπρο. Και σκορπούν το θάνατο. Στην Μόρφου συμβαίνει ένα συνταρακτικό γεγονός. Τούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς. Τους φέρνουν στην αυλή του σπιτιού ενός Ελληνοκυπρίου δασκάλου. Και τους καταδικάζουν σε θάνατο. Ετοιμάζουν τα όπλα. Και στρέφουν τους αιχμαλώτους (άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά) στον τοίχο. Θρήνος, κλαυθμός, οδυρμός. Τραγικές στιγμές για τους μελλοθανάτους. Περιμένουν μέσα σε κλίμα φόβου και αγωνίας τον Τούρκο αξιωματικό να έλθει και να διατάξει «πυρ».
Στρέφουν τότε το νου τους και την καρδιά τους στην Ελπίδα των Απελπισμένων. Και προσεύχονται όλοι τους θερμά για το τελευταίο τους ταξίδι και ιδιαίτερα ο δάσκαλος: «Θεέ μου, συγχώρεσέ μας και δέξου μας κοντά Σου. Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου». Ο Τούρκος αξιωματικός έρχεται. Κοιτάζει τους στρατιώτες του με τα όπλα, κοιτάζει βλοσυρός και τους μελλοθάνατους. Ρίχνει μια ματιά προς τα πάνω. Μια κληματαριά απλώνεται και σκεπάζει την αυλή. Ζητάει ένα τσαμπί σταφύλι, για να παρατείνει έτσι σκόπιμα την αγωνία των αιχμαλώτων. Παίρνει το τσαμπί. Μα, ενώ ετοιμάζεται να το φάει, ακούγεται δυνατή η φωνή του δασκάλου:
Μην το φας! Προχτές το ράντισα με φάρμακο. Είναι ισχυρό δηλητήριο! Θα πεθάνεις!
Ο αξιωματικός μένει άναυδος. Και γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:
Καλά, αφού ξέρεις, ότι σε λίγο θα δώσω διαταγή να σας σκοτώσουν, γιατί δεν με άφησες να το φάω και έτσι να με εκδικηθείς;
Του απάντησε ο δάσκαλος, με ειρήνη και γαλήνη:
Είμαι χριστιανός. Και τώρα που πρόκειται να φύγω από τον κόσμο αυτό και να παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού, δεν θα ήθελα να βαρύνω την ψυχή μου με μια αμαρτία τόσο βαρειά.

Ο Τούρκος αξιωματικός συγκλονίζεται, για μια ακόμα φορά. Στρέφεται και λέει στους στρατιώτες του:
Αν έβρισκα έναν τέτοιο Τούρκο, θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα! Μαζέψτε τα όπλα και αφήστε τους ελεύθερους όλους!

Χρειάζονται σχόλια; Η δύναμη της χριστιανικής αγάπης, είναι ισχυρότερη από τα όπλα. Τα νικάει όλα.

Αρχιμ. Γρηγόριος Λίχας Ι. Μ. Προφήτου Ηλίου Πρεβέζης.